ηθικοποίηση

ηθικοποίηση
η
1. διάπλαση ηθικού χαρακτήρα, ηθική διαπαιδαγώγηση
2. εξαγνισμός, καθαγνισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γούλα Ιωαννίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηθικοποίηση — η 1. η διάπλαση ηθικού χαρακτήρα, η ηθική διαπαιδαγώγηση. 2. η εξάγνιση, ο εξαγνισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηθικοποιός — ό (κυρίως για διδασκαλία, σύγγραμμα, νομοθεσία, ενέργεια) αυτός που διαπλάσσει ηθικό χαρακτήρα, που ηθικοποιεί κάποιον, που επιφέρει ηθικοποίηση, εξαγνισμό χαρακτήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + ποιος (< ποιώ), πρβλ. αγαθο ποιός, βροχο ποιός. Η λ …   Dictionary of Greek

  • εξαγνισμός — εξαγνισμός, ο και εξάγνιση, η 1. η αφαίρεση κάθε ηθικής ακαθαρσίας, ο ηθικός καθαρμός, ηθικοποίηση. 2. η αποβολή της ηθικής ρύπανσης που προέρχεται από έγκλημα, ο εξιλασμός, η αποκάθαρση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εποικοδομώ — εποικοδόμησα, εποικοδομήθηκα, εποικοδομημένος, μτβ. 1. οικοδομώ πάνω σε οικοδομή που προϋπήρχε. 2. μτφ., στηρίζομαι σε όσα ειπώθηκαν και διατυπώνω νέες σκέψεις και νέα επιχειρήματα. 3. μτφ., συντελώ στην ηθικοποίηση κάποιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”